- μπεγλερώ
- -άω [μπεγλέρι]1. κουνώ τα ζάρια στη χούφτα προτού τά ρίξω2. φρ. «μπεγλέρα τα»(ως σύσταση στον αντίπαλο παίκτη) κούνα τα ζάρια πιο ζωηρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπεγλερίζω — 1. παίζω κομπολόι 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) μεταχειρίζομαι κάποιον όπως θέλω («... τους άντρες σαν τα ζάρια τούς μπεγλέρισα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. ενεστ. < αόρ. μπεγλέρησα τού μπεγλερώ (πρβλ. κλονῶ ἐκλόνησα κλονίζω)] … Dictionary of Greek